- δολερά
- δολερόςdeceitfulneut nom/voc/acc plδολερά̱ , δολερόςdeceitfulfem nom/voc/acc dualδολερά̱ , δολερόςdeceitfulfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δολερᾷ — δολερός deceitful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολερᾶι — δολερᾷ , δολερός deceitful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολεράν — δολερά̱ν , δολερός deceitful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολεράς — δολερά̱ς , δολερός deceitful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
God Save the Queen — This article is about the anthem. For other uses, see God Save the Queen (disambiguation). God Save the Queen Publication of an early version in The Gentleman s Magazine, 15 October 1745. The title, on the Contents page, is given as God save our… … Wikipedia
αιμυλομήτης — αἱμυλομήτης ( ου), ο (Α) αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»] … Dictionary of Greek
δολώπις — δολῶπις, η (Α) αυτή που έχει δολερά μάτια … Dictionary of Greek
καταβαυκάληση — η (Α καταβαυκάλησις) νεοελλ. μτφ. η εξαπάτηση με δολερά μέσα, το αποκοίμισμα αρχ. το νανούρισμα τών παιδιών με τραγούδι ή με μουσικό όργανο … Dictionary of Greek
καταβαυκαλίζω — (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, άω) 1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου νεοελλ. μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω αρχ. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλίζω «νανουρίζω»] … Dictionary of Greek
δολερός — ή, ό επίρρ. ά γεμάτος δόλο, πανούργος: Μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δρα δολερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)